γαλή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλή | οι | γαλές |
| γενική | της | γαλής | των | γαλών |
| αιτιατική | τη | γαλή | τις | γαλές |
| κλητική | γαλή | γαλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαλῆ, συνηρημένος τύπος του γαλέη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λή
Σημειώσεις
Αναφορές
- Βλ. στο κείμενο «Η γαλή δεν είναι γάτα» (24 Ιουλίου 2015) του Νίκου Σαραντάκου, αναρτημένο στο προσωπικό του ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία· πρόσβαση: 2019-10-17.
Μεταφράσεις
γαλή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.