δελταπλάνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δελταπλάνο | τα | δελταπλάνα |
| γενική | του | δελταπλάνου | των | δελταπλάνων |
| αιτιατική | το | δελταπλάνο | τα | δελταπλάνα |
| κλητική | δελταπλάνο | δελταπλάνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δελταπλάνο, όνομα μάρκας
Ουσιαστικό
δελταπλάνο ουδέτερο
- ιπτάμενη συσκευή χωρίς κινητήρα, αποτελούμενη από ένα φτερό σε σχήμα κεφαλαίου δέλτα, που μεταφέρει έναν σκελετό από μεταλλικούς σωλήνες
Μεταφράσεις
δελταπλάνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.