δεκανέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δεκανέας οι δεκανείς
      γενική του
του/της
δεκανέα
δεκανέως
των δεκανέων
    αιτιατική τον/τη δεκανέα τους/τις δεκανείς
     κλητική δεκανέα δεκανείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκανέας < δεκανεύς < δεκανός < δεκανία

Ουσιαστικό

δεκανέας αρσενικό ή θηλυκό

  • (στρατιωτικός βαθμός) ο κατώτερος βαθμός του στρατού ξηράς, αμέσως κατώτερος του λοχία. Ανήκει στους υπαξιωματικούς. Συντομογραφία: δνέας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.