δεκαημερία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκαημερία οι δεκαημερίες
      γενική της δεκαημερίας των δεκαημεριών
    αιτιατική τη δεκαημερία τις δεκαημερίες
     κλητική δεκαημερία δεκαημερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκαημερία < δεκαήμερος + -ία

Ουσιαστικό

δεκαημερία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.