δεκαδικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκαδικότητα οι δεκαδικότητες
      γενική της δεκαδικότητας των δεκαδικοτήτων
    αιτιατική τη δεκαδικότητα τις δεκαδικότητες
     κλητική δεκαδικότητα δεκαδικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκαδικότητα < δεκαδικ(ός) + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /ðe.ka.ðiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεκαδικότητα

Ουσιαστικό

δεκαδικότητα θηλυκό

  • το να αποτελείται κάποιος (ή κάτι) από δεκάδες
    χρειάζεται παράθεμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.