δεισιδαίμονας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δεισιδαίμονας < → δείτε τη λέξη δεισιδαίμων
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεισιδαίμων & δεισιδαίμονας |
η | δεισιδαίμων | το | δεισιδαίμον |
| γενική | του | δεισιδαίμονος & δεισιδαίμονα |
της | δεισιδαίμονος | του | δεισιδαίμονος |
| αιτιατική | τον | δεισιδαίμονα | τη | δεισιδαίμονα | το | δεισιδαίμον |
| κλητική | δεισιδαίμων & δεισιδαίμονα |
δεισιδαίμων | δεισιδαίμον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεισιδαίμονες | οι | δεισιδαίμονες | τα | δεισιδαίμονα |
| γενική | των | δεισιδαιμόνων | των | δεισιδαιμόνων | των | δεισιδαιμόνων |
| αιτιατική | τους | δεισιδαίμονες | τις | δεισιδαίμονες | τα | δεισιδαίμονα |
| κλητική | δεισιδαίμονες | δεισιδαίμονες | δεισιδαίμονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
δεισιδαίμονας, -ων, -ον
- δεισιδαίμων με νεότερες καταλήξεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δεισιδαίμονας | οι | δεισιδαίμονες |
| γενική | του του/της |
δεισιδαίμονα δεισιδαίμονος |
των | δεισιδαιμόνων |
| αιτιατική | τον/τη | δεισιδαίμονα | τους/τις | δεισιδαίμονες |
| κλητική | δεισιδαίμονα | δεισιδαίμονες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
δεισιδαίμονας αρσενικό ή θηλυκό
- άνθρωπος που επηρεάζεται από δεισιδαιμονίες και πιστεύει σε προλήψεις
Μεταφράσεις
δεισιδαίμονας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.