δαμασκηνής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δαμασκηνής | η | δαμασκηνιά | το | δαμασκηνί |
| γενική | του | δαμασκηνή & δαμασκηνιού |
της | δαμασκηνιάς | του | δαμασκηνιού (δαμασκηνί) |
| αιτιατική | τον | δαμασκηνή | τη | δαμασκηνιά | το | δαμασκηνί |
| κλητική | δαμασκηνή | δαμασκηνιά | δαμασκηνί | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δαμασκηνιοί | οι | δαμασκηνιές | τα | δαμασκηνιά |
| γενική | των | δαμασκηνιών | των | δαμασκηνιών | των | δαμασκηνιών |
| αιτιατική | τους | δαμασκηνιούς | τις | δαμασκηνιές | τα | δαμασκηνιά |
| κλητική | δαμασκηνιοί | δαμασκηνιές | δαμασκηνιά | |||
| Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, δαμασκηνί. | ||||||
| Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δαμασκηνής < δαμάσκην(ο) + -ής. Δείτε και το δαμασκής.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.