δακτυλιοειδής
Νέα ελληνικά (el)

δακτυλιοειδής έκλειψη ηλίου, 3 Οκτωβρίου 2005
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δακτυλιοειδής | η | δακτυλιοειδής | το | δακτυλιοειδές |
| γενική | του | δακτυλιοειδούς* | της | δακτυλιοειδούς | του | δακτυλιοειδούς |
| αιτιατική | τον | δακτυλιοειδή | τη | δακτυλιοειδή | το | δακτυλιοειδές |
| κλητική | δακτυλιοειδή(ς) | δακτυλιοειδής | δακτυλιοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δακτυλιοειδείς | οι | δακτυλιοειδείς | τα | δακτυλιοειδή |
| γενική | των | δακτυλιοειδών | των | δακτυλιοειδών | των | δακτυλιοειδών |
| αιτιατική | τους | δακτυλιοειδείς | τις | δακτυλιοειδείς | τα | δακτυλιοειδή |
| κλητική | δακτυλιοειδείς | δακτυλιοειδείς | δακτυλιοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.