δακτυλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δακτυλικός η δακτυλική το δακτυλικό
      γενική του δακτυλικού της δακτυλικής του δακτυλικού
    αιτιατική τον δακτυλικό τη δακτυλική το δακτυλικό
     κλητική δακτυλικέ δακτυλική δακτυλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δακτυλικοί οι δακτυλικές τα δακτυλικά
      γενική των δακτυλικών των δακτυλικών των δακτυλικών
    αιτιατική τους δακτυλικούς τις δακτυλικές τα δακτυλικά
     κλητική δακτυλικοί δακτυλικές δακτυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δακτυλικός < δάκτυλος

Επίθετο

δακτυλικός -ή -ό

  1. σχετικός με το δάχτυλο
    δακτυλικά αποτυπώματα
  2. που γίνεται με το δάχτυλο
    ο καρκίνος του προστάτη διαγιγνώσκεται με δακτυλική εξέταση
  3. για το ποιητικό μέτρο που αποτελείται από δακτύλους
    τα ομηρικά έπη είναι γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.