δαιμόνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δαιμόνιον | τὰ | δαιμόνιᾰ |
| γενική | τοῦ | δαιμονίου | τῶν | δαιμονίων |
| δοτική | τῷ | δαιμονίῳ | τοῖς | δαιμονίοις |
| αιτιατική | τὸ | δαιμόνιον | τὰ | δαιμόνιᾰ |
| κλητική ὦ! | δαιμόνιον | δαιμόνιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δαιμονίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δαιμονίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.