δαιμόνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δαιμόνιον τὰ δαιμόνι
      γενική τοῦ δαιμονίου τῶν δαιμονίων
      δοτική τῷ δαιμονί τοῖς δαιμονίοις
    αιτιατική τὸ δαιμόνιον τὰ δαιμόνι
     κλητική ! δαιμόνιον δαιμόνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δαιμονίω
γεν-δοτ τοῖν  δαιμονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαιμόνιον < ουδέτερο του δαιμόνιος < δαίμων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₂-i- ‎(μοιράζω, κόβω)

Ουσιαστικό

δαιμόνιον ουδέτερο

  1. θεϊκή δύναμη, θεότητα
  2. εσωτερική θεϊκή ύπαρξη ή παρόρμηση
  3. δαιμόνιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.