δαιμονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δαιμονίζω < ελληνιστική κοινή δαιμονίζω < αρχαία ελληνική δαίμων
Ρήμα
δαιμονίζω, πρτ.: δαιμόνιζα, στ.μέλλ.: θα δαιμονίσω, αόρ.: δαιμόνισα, παθ.φωνή: δαιμονίζομαι, μτχ.π.π.: δαιμονισμένος
Συγγενικά
- αποδαιμόνιση
- δαιμονισμένος
- δαιμονισμένος
- → δείτε τη λέξη δαίμονας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δαιμονίζω | δαιμόνιζα | θα δαιμονίζω | να δαιμονίζω | δαιμονίζοντας | |
| β' ενικ. | δαιμονίζεις | δαιμόνιζες | θα δαιμονίζεις | να δαιμονίζεις | δαιμόνιζε | |
| γ' ενικ. | δαιμονίζει | δαιμόνιζε | θα δαιμονίζει | να δαιμονίζει | ||
| α' πληθ. | δαιμονίζουμε | δαιμονίζαμε | θα δαιμονίζουμε | να δαιμονίζουμε | ||
| β' πληθ. | δαιμονίζετε | δαιμονίζατε | θα δαιμονίζετε | να δαιμονίζετε | δαιμονίζετε | |
| γ' πληθ. | δαιμονίζουν(ε) | δαιμόνιζαν δαιμονίζαν(ε) |
θα δαιμονίζουν(ε) | να δαιμονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δαιμόνισα | θα δαιμονίσω | να δαιμονίσω | δαιμονίσει | ||
| β' ενικ. | δαιμόνισες | θα δαιμονίσεις | να δαιμονίσεις | δαιμόνισε | ||
| γ' ενικ. | δαιμόνισε | θα δαιμονίσει | να δαιμονίσει | |||
| α' πληθ. | δαιμονίσαμε | θα δαιμονίσουμε | να δαιμονίσουμε | |||
| β' πληθ. | δαιμονίσατε | θα δαιμονίσετε | να δαιμονίσετε | δαιμονίστε | ||
| γ' πληθ. | δαιμόνισαν δαιμονίσαν(ε) |
θα δαιμονίσουν(ε) | να δαιμονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δαιμονίσει | είχα δαιμονίσει | θα έχω δαιμονίσει | να έχω δαιμονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δαιμονίσει | είχες δαιμονίσει | θα έχεις δαιμονίσει | να έχεις δαιμονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δαιμονίσει | είχε δαιμονίσει | θα έχει δαιμονίσει | να έχει δαιμονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δαιμονίσει | είχαμε δαιμονίσει | θα έχουμε δαιμονίσει | να έχουμε δαιμονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δαιμονίσει | είχατε δαιμονίσει | θα έχετε δαιμονίσει | να έχετε δαιμονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δαιμονίσει | είχαν δαιμονίσει | θα έχουν δαιμονίσει | να έχουν δαιμονίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.