δα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δα < μεσαιωνική ελληνική δα < αρχαία ελληνική δή

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈða/

Μόριο

δα

  1. επιτατικό της σημασίας δεικτικών αντωνυμιών ή επιρρημάτων
  2. επιτείνει άρνηση ή κατάφαση
    — Και με τα ξυράφια που ξυρίζετε τους πεθαμένους ξυρίζετε έπειτα και ζωντανούς; / — Όχι δα, όχι δα! αυτό θα ήτο απάνθρωπον, διότι θα διέτρεχον μέγαν κίνδυνον οι άνθρωποι από το νεκρικόν μόλυσμα, την πτωμαΐνην. Τα εργαλεία, με τα οποία ξυρίζονται οι νεκροί, τίθενται εις αχρηστίαν, εγκαταλείπονται μάλιστα εις τον νεκρικόν θάλαμον. (Ιωάννης Κονδυλάκης, Ο κουρεύς των νεκρών)
  3. βεβαιωτικό, συγκαταβατικό
     συνώνυμα: βέβαια, άλλωστε
    — Δε χρειαζότανε δα και μεγάλη φιλοσοφία! αυτό φάνηκε ξαρχής! — είπε, γελώντας περιπαιχτικά. (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα/Η)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.