δίδραχμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δίδραχμο | τα | δίδραχμα |
| γενική | του | δίδραχμου | των | δίδραχμων |
| αιτιατική | το | δίδραχμο | τα | δίδραχμα |
| κλητική | δίδραχμο | δίδραχμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δίδραχμο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίδραχμον.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δί- + -δραχμο

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: χάρτινο δίδραχμο έκδοσης του 1885
Ουσιαστικό
δίδραχμο ουδέτερο
Μεταφράσεις
δίδραχμο
|
|
Αναφορές
- δίδραχμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δίδραχμο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δίδραχμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.