δίοπτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | δίοπτρα | ||
| γενική | των | δίοπτρων | ||
| αιτιατική | τα | δίοπτρα | ||
| κλητική | δίοπτρα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δίοπτρα < αρχαία ελληνική δίοπτρα, πληθυντικός αριθμός του δίοπτρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.op.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐οπ‐τρα
Μεταφράσεις
δίοπτρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.