δίγλυφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίγλυφος η δίγλυφη το δίγλυφο
      γενική του δίγλυφου της δίγλυφης του δίγλυφου
    αιτιατική τον δίγλυφο τη δίγλυφη το δίγλυφο
     κλητική δίγλυφε δίγλυφη δίγλυφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίγλυφοι οι δίγλυφες τα δίγλυφα
      γενική των δίγλυφων των δίγλυφων των δίγλυφων
    αιτιατική τους δίγλυφους τις δίγλυφες τα δίγλυφα
     κλητική δίγλυφοι δίγλυφες δίγλυφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δίγλυφος < ελληνιστική κοινή δίγλυφος < αρχαία ελληνική δι- + γλύφω

Επίθετο

δίγλυφος, -η, -ο

  1. που έχει δύο γλυφές, δύο σκαλίσματα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) δίγλυφο: καλλιτέχνημα με δύο γλυφές, δύο σκαλίσματα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.