δέραιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δέραιον | τὰ | δέραιᾰ |
| γενική | τοῦ | δεραίου | τῶν | δεραίων |
| δοτική | τῷ | δεραίῳ | τοῖς | δεραίοις |
| αιτιατική | τὸ | δέραιον | τὰ | δέραιᾰ |
| κλητική ὦ! | δέραιον | δέραιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δεραίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δεραίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δέραιον < δέρ(η) + -αιον
Ουσιαστικό
δέραιον, -ου ουδέτερο
- (κόσμημα) περιδέραιο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἴων, στίχ. 1431 @scaife.perseus
- δέραια παιδὶ νεογόνῳ φέρειν, τέκνον.
- ≈ συνώνυμα: ἀμφιδέραιον, δεράγχη, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, περιτραχήλιον, πλόκιον, ὅρμος, περιδέραιον, σφιγγίον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἴων, στίχ. 1431 @scaife.perseus
- (για ζώα) λαιμαργιά, περιλαίμιο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 6.1 @scaife.perseus
- κυνῶν δὲ κόσμος δέραια, ἱμάντες, στελμονίαι· ἔστω δὲ τὰ μὲν δέραια μαλακά, πλατέα, ἵνα μὴ θραύῃ τὰς τρίχας τῶν κυνῶν, οἱ δὲ ἱμάντες ἔχοντες ἀγκύλας τῇ χειρί, ἄλλο δὲ μηδέν· οὐ γὰρ καλῶς τηροῦσι τὰς κύνας οἱ ἐξ αὐτῶν εἰργασμένοι τὰ δέραια·
- ≈ συνώνυμα: κλοιός, κυνάγχη, κυνοῦχος, λαιμοπέδα, λαιμοπέδη
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 6.1 @scaife.perseus
- δέραιος
Συγγενικά
- ἀμφιδέραιον
- δεραιοπέδη
- περιδέραιον
- ὑποδέραιον
- → και δείτε τις λέξεις δειρή και δέρη
Πηγές
- δέραιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δέραιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.