ἴσθμιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἴσθμιον | τὰ | ἴσθμιᾰ |
| γενική | τοῦ | ἰσθμίου | τῶν | ἰσθμίων |
| δοτική | τῷ | ἰσθμίῳ | τοῖς | ἰσθμίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἴσθμιον | τὰ | ἴσθμιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἴσθμιον | ἴσθμιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰσθμίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰσθμίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἴσθμιον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἴσθμιον ουδέτερο
- οτιδήποτε ανήκει στον τράχηλο ή λαιμό, περιδέραιο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 300
- ἴσθμιον ἤνεικεν θεράπων, περικαλλὲς ἄγαλμα.
- της έφερε μια τραχηλιά, κόσμημα εκθαμβωτικό.
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ἴσθμιον ἤνεικεν θεράπων, περικαλλὲς ἄγαλμα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 300
- (στον πληθυντικό) (τά Ἴσθμια (ενν. ἱερά)): Ισθμικοί αγώνες, που διεξάγονταν ανά τριετία στον Ισθμό της Κορίνθου
- (για δοχεία, αμφορείς) λαιμός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἰσθμός
- ἴσφνιον
Πηγές
- ἴσθμιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴσθμιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.