Δένδρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Δένδρος | οι | Δένδροι |
| γενική | του | Δένδρου | των | Δένδρων |
| αιτιατική | τον | Δένδρο | τους | Δένδρους |
| κλητική | Δένδρε | Δένδροι | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðen.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δέν‐δρος
Μεταφράσεις
Δένδρος
|
|
Αναφορές
- Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.