γυναικοπαρέα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γυναικοπαρέα | οι | γυναικοπαρέες |
| γενική | της | γυναικοπαρέας | — | |
| αιτιατική | τη | γυναικοπαρέα | τις | γυναικοπαρέες |
| κλητική | γυναικοπαρέα | γυναικοπαρέες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝi.ne.ko.paˈɾe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναι‐κο‐πα‐ρέ‐α
Μεταφράσεις
γυναικοπαρέα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.