γυμνο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γυμνο- < ελληνιστική κοινή γυμνο- < αρχαία ελληνική γυμνός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gymno-)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝi.mno/

Πρόθημα

γυμνο-

  1. α’ συνθετικό που δείχνει το μέρος (του σώματος) που είναι γυμνό, χωρίς ρούχο
    γυμνόστηθος
  2. α’ συνθετικό που δείχνει την απουσία αυτού που δηλώνει το β’ συνθετικό
    γυμνόρριζος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.