γυμνόστηθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυμνόστηθος η γυμνόστηθη το γυμνόστηθο
      γενική του γυμνόστηθου της γυμνόστηθης του γυμνόστηθου
    αιτιατική τον γυμνόστηθο τη γυμνόστηθη το γυμνόστηθο
     κλητική γυμνόστηθε γυμνόστηθη γυμνόστηθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυμνόστηθοι οι γυμνόστηθες τα γυμνόστηθα
      γενική των γυμνόστηθων των γυμνόστηθων των γυμνόστηθων
    αιτιατική τους γυμνόστηθους τις γυμνόστηθες τα γυμνόστηθα
     κλητική γυμνόστηθοι γυμνόστηθες γυμνόστηθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυμνόστηθος < γυμνός + -ο-+ στήθος

Επίθετο

γυμνόστηθος, -η, -ο

  • που έχει γυμνό το στήθος του
    Επεισοδιακή ήταν η χριστουγεννιάτικη λειτουργία στον καθεδρικό ναό της Κολονίας, όπου εισέβαλε εν μέσω του κηρύγματος μία νεαρή κοπέλα η οποία ανέβηκε γυμνόστηθη στην Αγία Τράπεζα, φωνάζοντας «πιστεύω στην ελεύθερη γυναίκα που έχει δική της βούληση». (*)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.