τόπλες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Τόπλες γυναίκα στην παραλία.
τόπλες < αγγλική topless < top + -less

Επίθετο

τόπλες άκλιτο

Ουσιαστικό

τόπλες άκλιτο

Επίθετο

  • η ξώβυζη, αυτή που αποκαλύπτει τους μαστούς της

Συνώνυμα

  • ξώβυζος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.