γύμναση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γύμναση οι γυμνάσεις
      γενική της γύμνασης* των γυμνάσεων
    αιτιατική τη γύμναση τις γυμνάσεις
     κλητική γύμναση γυμνάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γυμνάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γύμναση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γύμναση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.