γριπώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γριπώδης η γριπώδης το γριπώδες
      γενική του γριπώδους της γριπώδους του γριπώδους
    αιτιατική τον γριπώδη τη γριπώδη το γριπώδες
     κλητική γριπώδη(ς) γριπώδης γριπώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γριπώδεις οι γριπώδεις τα γριπώδη
      γενική των γριπωδών των γριπωδών των γριπωδών
    αιτιατική τους γριπώδεις τις γριπώδεις τα γριπώδη
     κλητική γριπώδεις γριπώδεις γριπώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γριπώδης < γρίπη

Επίθετο

γριπώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.