αντιγριπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιγριπικός η αντιγριπική το αντιγριπικό
      γενική του αντιγριπικού της αντιγριπικής του αντιγριπικού
    αιτιατική τον αντιγριπικό την αντιγριπική το αντιγριπικό
     κλητική αντιγριπικέ αντιγριπική αντιγριπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιγριπικοί οι αντιγριπικές τα αντιγριπικά
      γενική των αντιγριπικών των αντιγριπικών των αντιγριπικών
    αιτιατική τους αντιγριπικούς τις αντιγριπικές τα αντιγριπικά
     κλητική αντιγριπικοί αντιγριπικές αντιγριπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιγριπικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αντιγριπικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.