γριπιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γριπιάζομαι < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γριπιάζομαι | γριπιαζόμουν(α) | θα γριπιάζομαι | να γριπιάζομαι | ||
| β' ενικ. | γριπιάζεσαι | γριπιαζόσουν(α) | θα γριπιάζεσαι | να γριπιάζεσαι | (γριπιάζου) | |
| γ' ενικ. | γριπιάζεται | γριπιαζόταν(ε) | θα γριπιάζεται | να γριπιάζεται | ||
| α' πληθ. | γριπιαζόμαστε | γριπιαζόμαστε γριπιαζόμασταν |
θα γριπιαζόμαστε | να γριπιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | γριπιάζεστε | γριπιαζόσαστε γριπιαζόσασταν |
θα γριπιάζεστε | να γριπιάζεστε | (γριπιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | γριπιάζονται | γριπιάζονταν γριπιαζόντουσαν |
θα γριπιάζονται | να γριπιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γριπιάστηκα | θα γριπιαστώ | να γριπιαστώ | γριπιαστεί | ||
| β' ενικ. | γριπιάστηκες | θα γριπιαστείς | να γριπιαστείς | γριπιάσου | ||
| γ' ενικ. | γριπιάστηκε | θα γριπιαστεί | να γριπιαστεί | |||
| α' πληθ. | γριπιαστήκαμε | θα γριπιαστούμε | να γριπιαστούμε | |||
| β' πληθ. | γριπιαστήκατε | θα γριπιαστείτε | να γριπιαστείτε | γριπιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | γριπιάστηκαν γριπιαστήκαν(ε) |
θα γριπιαστούν(ε) | να γριπιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω γριπιαστεί | είχα γριπιαστεί | θα έχω γριπιαστεί | να έχω γριπιαστεί | γριπιαμένος | |
| β' ενικ. | έχεις γριπιαστεί | είχες γριπιαστεί | θα έχεις γριπιαστεί | να έχεις γριπιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει γριπιαστεί | είχε γριπιαστεί | θα έχει γριπιαστεί | να έχει γριπιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε γριπιαστεί | είχαμε γριπιαστεί | θα έχουμε γριπιαστεί | να έχουμε γριπιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε γριπιαστεί | είχατε γριπιαστεί | θα έχετε γριπιαστεί | να έχετε γριπιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν γριπιαστεί | είχαν γριπιαστεί | θα έχουν γριπιαστεί | να έχουν γριπιαστεί | ||
Μεταφράσεις
γριπιάζομαι
|
→ δείτε τη λέξη γριπώνομαι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.