γρηγοροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γρηγοροσύνη | οι | γρηγοροσύνες |
| γενική | της | γρηγοροσύνης | των | γρηγοροσυνών |
| αιτιατική | τη | γρηγοροσύνη | τις | γρηγοροσύνες |
| κλητική | γρηγοροσύνη | γρηγοροσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρηγοροσύνη < μεσαιωνική ελληνική γρηγοροσύνη < γρήγορ(ος) + -οσύνη < ελληνιστική κοινή ἐγρήγορος < αρχαία ελληνική ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger-
Μεταφράσεις
γρηγοροσύνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.