γραφίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραφίστικος η γραφίστικη το γραφίστικο
      γενική του γραφίστικου της γραφίστικης του γραφίστικου
    αιτιατική τον γραφίστικο τη γραφίστικη το γραφίστικο
     κλητική γραφίστικε γραφίστικη γραφίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραφίστικοι οι γραφίστικες τα γραφίστικα
      γενική των γραφίστικων των γραφίστικων των γραφίστικων
    αιτιατική τους γραφίστικους τις γραφίστικες τα γραφίστικα
     κλητική γραφίστικοι γραφίστικες γραφίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γραφίστικος < γραφιστικός

Επίθετο

γραφίστικος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.