γραφιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γραφιστικός | η | γραφιστική | το | γραφιστικό |
| γενική | του | γραφιστικού | της | γραφιστικής | του | γραφιστικού |
| αιτιατική | τον | γραφιστικό | τη | γραφιστική | το | γραφιστικό |
| κλητική | γραφιστικέ | γραφιστική | γραφιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γραφιστικοί | οι | γραφιστικές | τα | γραφιστικά |
| γενική | των | γραφιστικών | των | γραφιστικών | των | γραφιστικών |
| αιτιατική | τους | γραφιστικούς | τις | γραφιστικές | τα | γραφιστικά |
| κλητική | γραφιστικοί | γραφιστικές | γραφιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία el
- γραφιστικός < γραφιστική + -ικός
Επίθετο
- ο σχετικός με γραφιστική, γραφίστικος
- Με χρεώνεις πολύ και μου καθυστερείς το περιοδικό, κόψε τα γραφίστικα τερτίπια.
- εσφαλμένα ο γραφικός
- - Εάν επιθυμείς βελτίωση στην "γραφιστική επιφάνεια" απευθύνσου σε "γραφιστικίστα", εγώ είμαι γραφίστας κι ασχολούμαι μόνο με γραφικές επιφάνειες (σαρκασμός).
- - Πάλι σε θίξαμε; Όντως γίνεσαι γραφικός! (σαρκαστική απάντηση συνδεόμενη με την προηγούμενη φράση).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.