font
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
font (en)
- (τυπογραφία) γραμματοσειρά
- δείτε επίσης: Font στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική) γραμματοσειρά ή το αρχείο που περιέχει τον κώδικα για την απεικόνιση της γραμματοσειράς
- δείτε επίσης: Computer font στην αγγλική Βικιπαίδεια
-
font (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.