γραμματίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)


Ετυμολογία

γραμματίζω < γράμμα

Ρήμα

γραμματίζω

  1. διδάσκω τα γράμματα, τη γραφή, την ανάγνωση, ίσως και γενικά διδάσκω
  2. είμαι γραμματέας ή γραμματικός (γράφω τα πρακτικά, κρατώ αρχεία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.