οπισθότυπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οπισθότυπος | οι | οπισθότυποι |
| γενική | του | οπισθότυπου | των | οπισθότυπων |
| αιτιατική | τον | οπισθότυπο | τους | οπισθότυπους |
| κλητική | οπισθότυπε | οπισθότυποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
οπισθότυπος αρσενικό
- (νόμισμα) η οπίσθια όψη νομίσματος ή μεταλλίου
- κοινή ονομασία: γράμματα
- ※ Αργότερα, με τη βοήθεια της σφραγιδογλυφίας, εμπλουτίζονται εικονογραφικά ο εμπροσθότυπος και ο οπισθότυπος των νομισμάτων με σύμβολα και παραστάσεις, οι οποίες παραπέμπουν στη δημόσια αρχή, η οποία τα εξέδιδε και τα διακινούσε.
- Δημάκη, Σοφία. Ιστορία της σφράγισης. Σφραγίζοντας την ιστορία. Θησαυροί από ελληνικά μουσεία.. Αθήνα: Νομισματικό Μουσείο, 2014. ISBN:978‑618‑80968‑3‑7 (pdf) σελ. 31.
Συνώνυμα
- στην τυπογραφία: recto
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.