οπισθότυπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπισθότυπος οι οπισθότυποι
      γενική του οπισθότυπου των οπισθότυπων
    αιτιατική τον οπισθότυπο τους οπισθότυπους
     κλητική οπισθότυπε οπισθότυποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπισθότυπος < οπισθό- + -τυπος, απόδοση για την αγγλική reverse < λατινική reversus < reversō

Ουσιαστικό

οπισθότυπος αρσενικό

  • (νόμισμα) η οπίσθια όψη νομίσματος ή μεταλλίου
    κοινή ονομασία: γράμματα
      Αργότερα, με τη βοήθεια της σφραγιδογλυφίας, εμπλουτίζονται εικονογραφικά ο εμπροσθότυπος και ο οπισθότυπος των νομισμάτων με σύμβολα και παραστάσεις, οι οποίες παραπέμπουν στη δημόσια αρχή, η οποία τα εξέδιδε και τα διακινούσε.
    Δημάκη, Σοφία. Ιστορία της σφράγισης. Σφραγίζοντας την ιστορία. Θησαυροί από ελληνικά μουσεία.. Αθήνα: Νομισματικό Μουσείο, 2014. ISBN:9786188096837 (pdf) σελ. 31.

Συνώνυμα

  • στην τυπογραφία: recto

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη τύπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.