γουρουνάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γουρουνάνθρωπος οι γουρουνάνθρωποι
      γενική του γουρουνάνθρωπου των γουρουνάνθρωπων
    αιτιατική τον γουρουνάνθρωπο τους γουρουνάνθρωπους
     κλητική γουρουνάνθρωπε γουρουνάνθρωποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γουρουνάνθρωπος < γουρούν(ι) + -άνθρωπος

Ουσιαστικό

γουρουνάνθρωπος αρσενικό

  1. αυτός που έχει συμπεριφορά του γουρουνιού
  2. (μεταφορικά) ο άξεστος, ο χυδαίος, ο βρωμόψυχος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.