γουρουνάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γουρουνάνθρωπος | οι | γουρουνάνθρωποι |
| γενική | του | γουρουνάνθρωπου | των | γουρουνάνθρωπων |
| αιτιατική | τον | γουρουνάνθρωπο | τους | γουρουνάνθρωπους |
| κλητική | γουρουνάνθρωπε | γουρουνάνθρωποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γουρουνάνθρωπος < γουρούν(ι) + -άνθρωπος
Ουσιαστικό
γουρουνάνθρωπος αρσενικό
- αυτός που έχει συμπεριφορά του γουρουνιού
- (μεταφορικά) ο άξεστος, ο χυδαίος, ο βρωμόψυχος
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.