γουργουρητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γουργουρητό τα γουργουρητά
      γενική του γουργουρητού των γουργουρητών
    αιτιατική το γουργουρητό τα γουργουρητά
     κλητική γουργουρητό γουργουρητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γουργουρητό < γουργουρ(ίζω( + -ητό < (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣuɾ.ɣu.ɾiˈto/

Ουσιαστικό

γουργουρητό ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.