γουργουρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γουργουρίζω < γουργούρα < (ηχομιμητική λέξη) (από τον ήχο γουρ-γουρ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣuɾ.ɣuˈɾi.zo/

Ρήμα

γουργουρίζω

  1. παράγω συγκεκριμένο ήχο από το στομάχι ή τα έντερα, λόγω της μετακίνησης υγρών ή αερίων, ο οποίος συνήθως δηλώνει χώνεψη ή πείνα
  2. παράγω σιγανό ήχο που εκφράζει ευχαρίστηση ή ερωτικό κάλεσμα· ισχύει κυρίως για τα ζώα
  3. (μεταφορικά) ρέω ακανόνιστα και με θόρυβο

Συγγενικά

  • αναγουργουρένω
  • γοργογουργουρίζω
  • γουργούρα
  • γουργουράκι
  • γούργουρας
  • γουργουράτος
  • γουργουρήθρα
  • γουργούρημα
  • γουργουρητό
  • γουργούρι
  • γουργουριάζω
  • γουργουριδάκι
  • γουργουρίδι
  • γουργουριανός
  • γουργουρίκι
  • γουργουρικιασμένος
  • γουργούριο
  • γουργούριση

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.