βορβορυγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βορβορυγμός | οι | βορβορυγμοί |
| γενική | του | βορβορυγμού | των | βορβορυγμών |
| αιτιατική | τον | βορβορυγμό | τους | βορβορυγμούς |
| κλητική | βορβορυγμέ | βορβορυγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βορβορυγμός < (ελληνιστική κοινή) βορβορυγμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βορβορυγμός | οἱ | βορβορυγμοί |
| γενική | τοῦ | βορβορυγμοῦ | τῶν | βορβορυγμῶν |
| δοτική | τῷ | βορβορυγμῷ | τοῖς | βορβορυγμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | βορβορυγμόν | τοὺς | βορβορυγμούς |
| κλητική ὦ! | βορβορυγμέ | βορβορυγμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βορβορυγμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βορβορυγμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βορβορυγμός < (ηχομιμητική λέξη)
- βορβορυγή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.