γουργούρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γουργούρισμα | τα | γουργουρίσματα |
| γενική | του | γουργουρίσματος | των | γουργουρισμάτων |
| αιτιατική | το | γουργούρισμα | τα | γουργουρίσματα |
| κλητική | γουργούρισμα | γουργουρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γουργούρισμα < γουργουρίζω + -μα < γουργούρα < (ηχομιμητική λέξη)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γουργουρίζω
Μεταφράσεις
γουργούρισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.