γορίλλας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γορίλλας | οι | γορίλλες |
| γενική | του | γορίλλα | των | γορίλλων |
| αιτιατική | τον | γορίλλα | τους | γορίλλες |
| κλητική | γορίλλα | γορίλλες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένας γορίλλας
Ετυμολογία
- γορίλλας < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική gorilla < αρχαία ελληνική Γόριλλαι (φυλή τριχωτών γυναικών)
Ουσιαστικό
γορίλλας αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το μεγαλύτερο εν ζωή είδος πιθήκου. Ανήκει στα πρωτεύοντα θηλαστικά. Είναι φυτοφάγος και ενδημεί στα δάση της Αφρικής.
- (μεταφορικά) ο σωματοφύλακας, ο μπράβος
- ήρθε συνοδευόμενος από τους γορίλλες του
-
γορίλλας στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.