γνωμολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνωμολογικός η γνωμολογική το γνωμολογικό
      γενική του γνωμολογικού της γνωμολογικής του γνωμολογικού
    αιτιατική τον γνωμολογικό τη γνωμολογική το γνωμολογικό
     κλητική γνωμολογικέ γνωμολογική γνωμολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνωμολογικοί οι γνωμολογικές τα γνωμολογικά
      γενική των γνωμολογικών των γνωμολογικών των γνωμολογικών
    αιτιατική τους γνωμολογικούς τις γνωμολογικές τα γνωμολογικά
     κλητική γνωμολογικοί γνωμολογικές γνωμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γνωμολογικός < (ελληνιστική κοινή) γνωμολογικός (αποφθεγματικός)

Επίθετο

γνωμολογικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.