γλυκογονόλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκογονόλυση οι γλυκογονολύσεις
      γενική της γλυκογονόλυσης των γλυκογονολύσεων
    αιτιατική τη γλυκογονόλυση τις γλυκογονολύσεις
     κλητική γλυκογονόλυση γλυκογονολύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλυκογονόλυση < γλυκογόν(ο) + -ο- + λύση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική glycogenolysis

Ουσιαστικό

γλυκογονόλυση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.