γλυκογονογένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γλυκογονογένεση | οι | γλυκογονογενέσεις |
| γενική | της | γλυκογονογένεσης* | των | γλυκογονογενέσεων |
| αιτιατική | τη | γλυκογονογένεση | τις | γλυκογονογενέσεις |
| κλητική | γλυκογονογένεση | γλυκογονογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, γλυκογονογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλυκογονογένεση < γλυκογόνο + -ο- + γένεση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική glycogenesis)
Ουσιαστικό
γλυκογονογένεση θηλυκό
- (βιοχημεία) η διαδικασία σύνθεσης του γλυκογόνου, που διεγείρεται από την ινσουλίνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.