γλήγορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλήγορος η γλήγορη το γλήγορο
      γενική του γλήγορου της γλήγορης του γλήγορου
    αιτιατική τον γλήγορο τη γλήγορη το γλήγορο
     κλητική γλήγορε γλήγορη γλήγορο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλήγοροι οι γλήγορες τα γλήγορα
      γενική των γλήγορων των γλήγορων των γλήγορων
    αιτιατική τους γλήγορους τις γλήγορες τα γλήγορα
     κλητική γλήγοροι γλήγορες γλήγορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γλήγορος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλήγορος < γρήγορος, με ανομοίωση [r-r > l-r] [1]

Επίθετο

γλήγορος, -η, ο

Συγγενικά

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.