γλήγορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλήγορος | η | γλήγορη | το | γλήγορο |
| γενική | του | γλήγορου | της | γλήγορης | του | γλήγορου |
| αιτιατική | τον | γλήγορο | τη | γλήγορη | το | γλήγορο |
| κλητική | γλήγορε | γλήγορη | γλήγορο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλήγοροι | οι | γλήγορες | τα | γλήγορα |
| γενική | των | γλήγορων | των | γλήγορων | των | γλήγορων |
| αιτιατική | τους | γλήγορους | τις | γλήγορες | τα | γλήγορα |
| κλητική | γλήγοροι | γλήγορες | γλήγορα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γλήγορος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλήγορος < γρήγορος, με ανομοίωση [r-r > l-r] [1]
Συγγενικά
- γλήγορα (επίρρημα)
Αναφορές
- γλήγορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.