γλάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλάρος οι γλάροι
      γενική του γλάρου των γλάρων
    αιτιατική τον γλάρο τους γλάρους
     κλητική γλάρε γλάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένας γλάρος

Ετυμολογία

γλάρος < μεσαιωνική ελληνική γλάρος < αρχαία ελληνική λάρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *la-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣla.ɾos/

Ουσιαστικό

γλάρος αρσενικό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.