γλαροπούλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλαροπούλι τα γλαροπούλια
      γενική του γλαροπουλιού των γλαροπουλιών
    αιτιατική το γλαροπούλι τα γλαροπούλια
     κλητική γλαροπούλι γλαροπούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλαροπούλι < γλάρος + πουλί

Ουσιαστικό

γλαροπούλι ουδέτερο

  1. ο γλάρος
  2. (γενικότερα) λέγεται για όλα τα θαλασσοπούλια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.