larus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

larus < αρχαία ελληνική λάρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂-

Ουσιαστικό

larus (la)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική larus larī
γενική larī larōrum
δοτική larō larīs
αιτιατική larum larōs
κλητική lare larī
αφαιρετική larō larīs
(β' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.