γκαφαδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκαφαδόρος οι γκαφαδόροι
      γενική του γκαφαδόρου των γκαφαδόρων
    αιτιατική τον γκαφαδόρο τους γκαφαδόρους
     κλητική γκαφαδόρε γκαφαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαφαδόρος < γκάφα + -αδόρος

Ουσιαστικό

γκαφαδόρος αρσενικό, πληθυντικός γκαφαδόροι

  1. αυτός που συχνά πέφτει σε γκάφες
  2. ο απερίσκεπτος, επιζήμιος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.