γκαφατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γκαφατζής | οι | γκαφατζήδες |
| γενική | του | γκαφατζή | των | γκαφατζήδων |
| αιτιατική | τον | γκαφατζή | τους | γκαφατζήδες |
| κλητική | γκαφατζή | γκαφατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
- γκαφατζής αρσενικό, γκαφατζού θηλυκό
- αυτός που διαπράττει ή που περιπίπτει σε λάθη, γκάφες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.