γκατζόλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκατζόλι τα γκατζόλια
      γενική του γκατζολιού των γκατζολιών
    αιτιατική το γκατζόλι τα γκατζόλια
     κλητική γκατζόλι γκατζόλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκατζόλι < υστερολατινική gazela (φοράδα των Σαρακηνών) < αραβική غزال (ġazāl, γαζέλα, αντιλόπη)

Ουσιαστικό

γκατζόλι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.