γιόκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο γιόκας
      γενική του γιόκα
    αιτιατική τον γιόκα
     κλητική γιόκα
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιόκας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιόκας υποκοριστικό του γιός πιθανόν με σπάνιο υποκοριστικό επίθημα -όκας[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝo.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιόκας

Ουσιαστικό

γιόκας αρσενικό

  • (χαϊδευτικό ή ειρωνικό) τρυφερός χαρακτηρισμός για το αρσενικό παιδί (ή ειρωνικά για το κακομαθημένο αγόρι προς τον ένα ή και τους δύο γονείς του)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.