γιόκας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γιόκας | ||
| γενική | του | γιόκα | ||
| αιτιατική | τον | γιόκα | ||
| κλητική | γιόκα | |||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιόκας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιόκας υποκοριστικό του γιός πιθανόν με σπάνιο υποκοριστικό επίθημα -όκας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝo.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιό‐κας
Ουσιαστικό
γιόκας αρσενικό
- (χαϊδευτικό ή ειρωνικό) τρυφερός χαρακτηρισμός για το αρσενικό παιδί (ή ειρωνικά για το κακομαθημένο αγόρι προς τον ένα ή και τους δύο γονείς του)
Αναφορές
- γιόκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.