γερμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γερμάς | οι | γερμάδες |
| γενική | του | γερμά | των | γερμάδων |
| αιτιατική | τον | γερμά | τους | γερμάδες |
| κλητική | γερμά | γερμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γερμάς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.